Η νόσος Crohn είναι μία χρόνια φλεγμονώδης νόσος η οποία μπορεί να επηρεάσει όλα τα τμήματα του πεπτικού σωλήνα. Παρ’όλο που μπορεί να νοσήσουν όλα τα τμήματα, πιο συχνά επηρεάζει το λεπτό έντερο (και πιο συγκεκριμένα το τελευταίο του τμήμα, τον τελικό ειλεό) αλλά και το παχύ έντερο (κόλο και ορθό).
Είναι μία χρόνια πάθηση η οποία μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες φάσεις της ζωής ενός ανθρώπου και μπορεί επίσης να υποτροπιάσει σε διάφορες φάσεις. Διάφοροι ασθενείς έχουν περιόδους πολλών ετών, στις οποίες παραμένουν ελεύθεροι συμπτωμάτων. Είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς πότε θα υποτροπιάσει η νόσος ή πότε θα εμφανιστούν ξανά συμπτώματα.
Οι πιο κοινές φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου είναι η νόσος Crohn και η ελκώδης κολίτιδα, παθήσεις οι οποίες μάλιστα έχουν και αρκετά κοινά στοιχεία.
Άτομα οποιασδήποτε ηλικίας μπορεί να νοσήσουν, αλλά συχνότερα εμφανίζεται σε νεαρά άτομα και νέους ενήλικες, μεταξύ 16 και 35 ετών. Επηρεάζει άντρες και γυναίκες σε ανάλογα ποσοστά, και έχει μία τάση να εμφανίζεται συχνά σε οικογένειες με γνωστούς ασθενείς με νόσο Crohn. 20% των ανθρώπων που εμφανίζουν την νόσο έχουν συνήθως κάποιον συγγενή με κάποια μορφή χρόνιας φλεγμονώδους πάθησης.
Η ακριβής αιτιολογία δεν είναι γνωστή. Οι περισσότερες θεωρίες επικεντρώνονται σε φλεγμονώδεις, ανοσολογικές ή βακτηριακές αιτίες. Η νόσος Crohn δεν είναι μεταδοτική, αλλά έχει μία τάση να εμφανίζεται σε συγγενείς ατόμων με την νόσο.
Λόγω του ότι η νόσος μπορεί να προσβάλει οποιδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα, τα συμπτώματα ποικίλλουν. Κοινά συμπτώματα είναι οι κολικοί του εντέρου, ο κοιλιακός πόνος, διάρροια, πυρετικά κύματα, απώλεια βάρους και φουσκώματα. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις όπου οι ασθενείς δεν έχουν κανένα απολύτως σύμπτωμα. Περαιτέρω, μπορεί να προκαλέσει πρωκτικό άλγος, ραγάδες ή περιπρωκτικά συρίγγια και αρθριτικά συμπτώματα.
Αρχικά πάντα με φαρμακευτική αγωγή. Δεν υπάρχει τρόπος να θεραπευτεί τελείως η νόσος, αλλά φαρμακευτικά σκευάσματα μπορούν να θεραπεύσουν τα συμπτώματα. Σκοπός της αγωγής είναι να κρατήσουμε τον ασθενή μας χωρίς συμπτώματα για το μεγαλύτερο δυνατόν χρονικό διάστημα. Τα πιο κοινά σκευάσματα είναι τα κορτικοστεροειδή και διάφορα αντιφλεγμονώδη. Πέραν αυτών, χρησιμοποιούνται ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, όπως η αζαθιοπρίνη. Σε ασθενείς με πρωκτική νόσο, ιδιαίτερη χρήσιμη είναι η μετρονιδαζόλη, ένα αντιβιοτικό. Νεότερες κατηγορίες φαρμάκων με παράγοντες που ανταγωνίζονται το anti-TNF, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε ασθενείς στους οποίους τα προηγούμενα φάρμακα δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν την νόσο.
Σε περίπλοκες ή προχωρημένες περιπτώσεις, η χειρουργική παρέμβαση γίνεται αναγκαία. Σε περιπτώσεις οξέων επιπλοκών, όπως την απόφραξη του εντέρου ή την διάτρηση, μπορεί να χρειαστεί επείγουσα χειρουργική παρέμβαση. Λιγότερα επείγουσες ενδείξεις χειρουργείου είναι η δημιουργία συριγγίων (πόροι επικοινωνίας μεταξύ του εντέρου και του δέρματος, ή άλλων οργάνων), η δημιουργία αποστημάτων ή η επιμονή της νόσου παρά την φαρμακευτική θεραπεία.
Στους ασθενείς με νόσο Crohn, είναι πολύ σημαντικό η απόφαση για χειρουργείο να γίνεται την κατάλληλη στιγμή, με τον κατάλληλο τρόπο και μετά από συνεννόηση της ιατρικής ομάδας που παρακολουθεί τον ασθενή, με κύρια μέλη τον χειρουργό και τον γαστρεντερολόγο. Βιαστικά χειρουργεία ή χειρουργεία εκτός ενδείξεων μπορεί να προκαλέσουν επιπλοκές, οι οποίες στη συνέχεια επιβαρύνουν δυστυχώς τον ασθενή.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση είναι πράγματι το πρώτο στάδιο θεραπείας που προτιμάται. Παρ’όλα αυτά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάποια στιγμή θα χρειαστούν χειρουργείο μέχρι και το 75% των ασθενών με νόσο Crohn. Αποφυγή χειρουργικής παρέμβασης την χρονική στιγμή που χρειάζεται μπορεί να προκαλέσει σημαντικές επιπλοκές.
Η χειρουργική παρέμβαση δεν είναι πάντα πλήρως θεραπευτική. Σε περιπτώσεις που χρειάζεται εντερεκτομή, αφαίρεση δηλαδή κάποιου τμήματος του εντέρου, αυτό γίνεται όσο πιο περιορισμένα επιτρέπει η νόσος. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χρειαστούν συμπληρωματικές χειρουργικές παρεμβάσεις. Σίγουρα πάντως, μία χειρουργική παρέμβαση ελευθερώνει τον ασθενή από τα συμπτώματα και βάζει την νόσο σε μία φάση «ηρεμίας».
Είναι πολύ σημαντικό κάθε ασθενής με νόσο Crohn να παρακολουθείται από έναν γαστρεντερολόγο και έναν χειρουργό οι οποίοι είναι εξειδικευμένοι στο φλεγμονώδη εντερικά νοσήματα.